- ἄροτος
- ἄροτος: ploughing, cultivation, pl., Od. 9.122.†
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
άροτος — ἄροτος, ο (Α) [αρώ] 1. ο καλλιεργήσιμος αγρός 2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή 3. το όργωμα, η καλλιέργεια 4. η εποχή για καλλιέργεια 5. μτφ. η γέννηση παιδιών … Dictionary of Greek
ἀροτός — arable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄροτος — corn field masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτόν — ἀροτός arable masc acc sg ἀροτός arable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτοῖο — ἀροτός arable masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτοῦ — ἀροτός arable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτούς — ἀροτός arable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτῶ — ἀροτός arable masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρότοιο — ἄροτος corn field masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρότοις — ἄροτος corn field masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρότοισιν — ἄροτος corn field masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)